φόρεσις

φόρεσις
φόρ-εσις, εως, ,
A wearing of apparel, Id. s.v. τριβή, Sch.Ar.Av.156.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φόρεσις — έσεως, ἡ, Μ βλ. φόρησις …   Dictionary of Greek

  • φορέσει — φόρεσις wearing of apparel fem nom/voc/acc dual (attic epic) φορέσεϊ , φόρεσις wearing of apparel fem dat sg (epic) φόρεσις wearing of apparel fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρεσιν — φόρεσις wearing of apparel fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρηση — η / φόρησις, ήσεως, ΝΜΑ, και φόρεσις, έσεως, Α [φορῶ] νεοελλ. βιολ. μορφή κοινοβίωσης κατά την οποία ένας οργανισμός μεταφέρεται από έναν άλλον οργανισμό ή και μεταφορικό μέσο χωρίς να υπεισέρχεται παρασιτισμός στη σχέση αυτή, όπως είναι λ.χ. η… …   Dictionary of Greek

  • φορέσεως — φορέσεω̆ς , φόρεσις wearing of apparel fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορέσῃ — φορέσηι , φόρεσις wearing of apparel fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”